νεραϊδοπαρμένος

νεραϊδοπαρμένος
-η, -ο
βλ. νεραϊδοπαίρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεραϊδοπαρμένος — η, ο (λαογρ.), αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τα μυαλά, ο τρελός, ο φρενοβλαβής που τριγυρίζει στα δάση και τους ερημότοπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεραϊδοπαίρνω — 1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, η, ο αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής… …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδωμένος — η, ο νεραϊδοπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα, μέσω ενός αμάρτυρου *νεραϊδώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξωπαρμένος — η, ο αυτός που έχασε το μυαλό του από τα ξωτικά, από τις νεράιδες, νεραϊδοπαρμένος, αλλοπαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωπαρμένος, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”